Ετυμολογία

επεξεργασία
interficio < inter + facio

interficio (la) (interficiō1, interfēcī, interfectum, interficĕre)[1]

  1. σκοτώνω
  2. καταστρέφω

Υποσημειώσεις

επεξεργασία
  1. Στην παθητική φωνή απαντά και ο τύπος interfio