ενικός         πληθυντικός  
factor factors

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

factor (en)

  1. ο παράγοντας
      It’s one of the most important factors.
    Είναι ένας από τους πιο σπουδαίους παράγοντες.
  2. (μαθηματικά) ο διαιρέτης
  3. ο συντελεστής, το ποσό κατά το οποίο κάτι αυξάνεται ή μειώνεται
      The conversion factor makes it possible to get the quantity in meters.
    Ο συντελεστής μετατροπής καθιστά δυνατή τη λήψη της ποσότητας σε μέτρα.

Συγγενικά

επεξεργασία