refactor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαrefactor (en)
- (προγραμματισμός) αναδιαρθρώνω κώδικα, βελτιώνω τον κώδικα προγράμματος, μεταβάλλοντας την δομή του, χωρίς να μεταβάλλω την λειτουργικότητά του (τις εργασίες που εκτελεί)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- refactor στην αγγλική Βικιπαίδεια