Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
facteur facteurs

facteur (fr) αρσενικό

  1. ο ταχυδρόμος
  2. ο κατασκευαστής
  3. ο παράγοντας
  4. ο όρος
  5. o συντελεστής