facteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
facteur | facteurs |
facteur (fr) αρσενικό
- ο ταχυδρόμος
- ο κατασκευαστής
- ο παράγοντας
- ο όρος
- o συντελεστής
ενικός | πληθυντικός |
facteur | facteurs |
facteur (fr) αρσενικό