Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συντελεστής οι συντελεστές
      γενική του συντελεστή των συντελεστών
    αιτιατική τον συντελεστή τους συντελεστές
     κλητική συντελεστή συντελεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντελεστής < συντελώ + -τής < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική coefficient)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sin.de.leˈstis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντελεστής αρσενικό

  1. οποιοδήποτε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση που συντελεί σε κάτι
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός με τον οποίο πολλαπλασιάζεται παράσταση πολυωνύμου
  3. (φυσική) πολλαπλασιαστής αριθμός ως σταθερά ή μετατροπής
    συντελεστής μετατροπής μονάδας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντελεστής οἱ συντελεσταί
      γενική τοῦ συντελεστοῦ τῶν συντελεστῶν
      δοτική τῷ συντελεστ τοῖς συντελεσταῖς
    αιτιατική τὸν συντελεστήν τοὺς συντελεστᾱ́ς
     κλητική ! συντελεστᾰ́ συντελεσταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντελεστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  συντελεσταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντελεστής < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντελεστής αρσενικό