Δείτε επίσης: συντελικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντελεστικός η συντελεστική το συντελεστικό
      γενική του συντελεστικού της συντελεστικής του συντελεστικού
    αιτιατική τον συντελεστικό τη συντελεστική το συντελεστικό
     κλητική συντελεστικέ συντελεστική συντελεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντελεστικοί οι συντελεστικές τα συντελεστικά
      γενική των συντελεστικών των συντελεστικών των συντελεστικών
    αιτιατική τους συντελεστικούς τις συντελεστικές τα συντελεστικά
     κλητική συντελεστικοί συντελεστικές συντελεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συντελεστικός < ελληνιστική κοινή συντελεστικός[1] [2] < αρχαία ελληνική συντελέω

  Επίθετο

επεξεργασία

συντελεστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συντελεστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συντελεστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.