συντελικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντελικός < ελληνιστική κοινή συντελικός < αρχαία ελληνική συντελέω
Επίθετο
επεξεργασίασυντελικός
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- συντελικοί χρόνοι: (γραμματική) παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντελικός
|