Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντελεσμένος η συντελεσμένη το συντελεσμένο
      γενική του συντελεσμένου της συντελεσμένης του συντελεσμένου
    αιτιατική τον συντελεσμένο τη συντελεσμένη το συντελεσμένο
     κλητική συντελεσμένε συντελεσμένη συντελεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντελεσμένοι οι συντελεσμένες τα συντελεσμένα
      γενική των συντελεσμένων των συντελεσμένων των συντελεσμένων
    αιτιατική τους συντελεσμένους τις συντελεσμένες τα συντελεσμένα
     κλητική συντελεσμένοι συντελεσμένες συντελεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντελεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντελώ

  Μετοχή επεξεργασία

συντελεσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία