ενικός         πληθυντικός  
contributor contributors

  Ετυμολογία

επεξεργασία
contributor < contribute + -or

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

contributor (en)

  • ο συνεργάτης, ο συντελεστής, ο συνεισφέρων, άτομο που γράφει άρθρα για ένα περιοδικό, βιβλίο ή ιστότοπο ή που μιλά σε ένα ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα ή σε μια συνάντηση
    ⮡  He is a regular contributor to our newspaper.
    Είναι τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας μας.