ενεστώτας contribute
γ΄ ενικό ενεστώτα contributes
αόριστος contributed
παθητική μετοχή contributed
ενεργητική μετοχή contributing

contribute (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεισφέρω, συμβάλλω, δίνω κάτι, ειδικά χρήματα ή αγαθά, για να βοηθήσω να επιτύχω ή να προσφέρω κάτι
    παράδειγμα  I would also like to contribute to the purchase of a present.
    Θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στην αγορά δώρου.
    παράδειγμα  Everyone has contributed to the purchase of the car.
    Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
  2. (μεταβατικό) συντελώ, συμβάλλω, είμαι μια από τις αιτίες για κάτι
    παράδειγμα  Several factors contributed to his downfall.
    Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν στην πτώση του.
    παράδειγμα  Drinking contributed to his ruin.
    Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) συντελώ, αυξάνω, βελτιώνω ή προσθέτω σε κάτι
    παράδειγμα  The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
    Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεργάζομαι, γράφω πράγματα για μια εφημερίδα, βιβλίο, ιστότοπο κτλ. ή ένα ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα· μιλάω κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης ή συνομιλίας, ειδικά για να πω τη γνώμη μου
    παράδειγμα  He contributes articles to many newspapers.
    Συνεργάζεται με άρθρα σε πολλές εφημερίδες.
    παράδειγμα  She is contributing to the writing of a dictionary.
    Συνεργάζεται στη συγγραφή ενός λεξικού.