contribute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | contribute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contributes |
αόριστος | contributed |
παθητική μετοχή | contributed |
ενεργητική μετοχή | contributing |
Ρήμα
επεξεργασίαcontribute (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεισφέρω, συμβάλλω, δίνω κάτι, ειδικά χρήματα ή αγαθά, για να βοηθήσω να επιτύχω ή να προσφέρω κάτι
- ⮡ I would also like to contribute to the purchase of a present.
- Θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ στην αγορά δώρου.
- ⮡ Everyone has contributed to the purchase of the car.
- Όλοι έχουν συμβάλει στην αγορά του αυτοκίνητου.
- ⮡ I would also like to contribute to the purchase of a present.
- (μεταβατικό) συντελώ, συμβάλλω, είμαι μια από τις αιτίες για κάτι
- ⮡ Several factors contributed to his downfall.
- Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν στην πτώση του.
- ⮡ Drinking contributed to his ruin.
- Το πιοτό συνέβαλε στην καταστροφή του.
- ⮡ Several factors contributed to his downfall.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συντελώ, αυξάνω, βελτιώνω ή προσθέτω σε κάτι
- ⮡ The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
- Ο συνδυασμός της σωστής διατροφής και της άθλησης συντελεί στη διατήρηση της υγείας.
- ⮡ The combination of correct nutrition and exercise contributes to the maintenance of one’s health.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνεργάζομαι, γράφω πράγματα για μια εφημερίδα, βιβλίο, ιστότοπο κτλ. ή ένα ραδιόφωνο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα· μιλάω κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης ή συνομιλίας, ειδικά για να πω τη γνώμη μου
- ⮡ He contributes articles to many newspapers.
- Συνεργάζεται με άρθρα σε πολλές εφημερίδες.
- ⮡ She is contributing to the writing of a dictionary.
- Συνεργάζεται στη συγγραφή ενός λεξικού.
- ⮡ He contributes articles to many newspapers.