Ετυμολογία

επεξεργασία
form factor < → δείτε τις λέξεις form και factor

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
form factor form factors

form factor (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία