ποντίφικας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποντίφικας | οι | ποντίφικες |
γενική | του | ποντίφικα | των | ποντιφίκων |
αιτιατική | τον | ποντίφικα | τους | ποντίφικες |
κλητική | ποντίφικα | ποντίφικες | ||
Στη γενική πληθυντικού και ποντίφικων | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ποντίφικας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποντίφιξ < ελληνιστική κοινή ποντίφεξ < λατινική pontifex [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ponˈdi.fi.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντί‐φι‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ποντίφικας αρσενικό
- (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) o αρχιερέας των καθολικών, ο Πάπας
- (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) o αρχιερέας των Ρωμαίων στην αρχαιότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ποντίφικας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας