• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αρχιερέας

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιερέας οι αρχιερείς
      γενική του αρχιερέα
& αρχιερέως
των αρχιερέων
    αιτιατική τον αρχιερέα τους αρχιερείς
     κλητική αρχιερέα αρχιερείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχιερέας < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχιερέας αρσενικό

  • γενικό όνομα ανώτατων κληρικών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αρχιερατικός
  • αρχιεροσύνη

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αρχιερέας
  • αγγλικά : archpriest (en)
  • γαλλικά : archiprêtre (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αρχιερέας&oldid=5458171"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 10:26

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 10:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας