Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχιερατικός η αρχιερατική το αρχιερατικό
      γενική του αρχιερατικού της αρχιερατικής του αρχιερατικού
    αιτιατική τον αρχιερατικό την αρχιερατική το αρχιερατικό
     κλητική αρχιερατικέ αρχιερατική αρχιερατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχιερατικοί οι αρχιερατικές τα αρχιερατικά
      γενική των αρχιερατικών των αρχιερατικών των αρχιερατικών
    αιτιατική τους αρχιερατικούς τις αρχιερατικές τα αρχιερατικά
     κλητική αρχιερατικοί αρχιερατικές αρχιερατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιερατικός < αρχιερέας + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αρχιερατικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με αρχιερέα, αρχιερείς, ή παρουσία αυτών, ή την αρχιεροσύνη
    "αρχιερατική λειτουργία", "αρχιερατικό μνημόσυνο"

  Μεταφράσεις επεξεργασία