ποντίφιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ποντίφιξ | οἱ | ποντίφικες | ||||
γενική | τοῦ | ποντίφικος | τῶν | ποντιφίκων | ||||
δοτική | τῷ | ποντίφικῐ | τοῖς | ποντίφιξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ποντίφικᾰ | τοὺς | ποντίφικᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ποντίφιξ | ποντίφικες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποντίφικε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ποντιφίκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ποντίφιξ < ποντίφεξ, με κατάληξη -ηξ < (λόγιο δάνειο) λατινική pontifex
Ουσιαστικό
επεξεργασίαποντίφιξ, -ικος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (αξίωμα) ο ποντίφικας, Ρωμαίος αρχιερέας
Πηγές
επεξεργασία- ποντίφεξ, ποντίφιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.