↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ποντιφικός η ποντιφική το ποντιφικό
      γενική του ποντιφικού της ποντιφικής του ποντιφικού
    αιτιατική τον ποντιφικό την ποντιφική το ποντιφικό
     κλητική ποντιφικέ ποντιφική ποντιφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ποντιφικοί οι ποντιφικές τα ποντιφικά
      γενική των ποντιφικών των ποντιφικών των ποντιφικών
    αιτιατική τους ποντιφικούς τις ποντιφικές τα ποντιφικά
     κλητική ποντιφικοί ποντιφικές ποντιφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποντιφικός < ποντίφικας + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ποντιφικός, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία