Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ποντιφικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ποντιφικ
ός
η
ποντιφικ
ή
το
ποντιφικ
ό
γενική
του
ποντιφικ
ού
της
ποντιφικ
ής
του
ποντιφικ
ού
αιτιατική
τον
ποντιφικ
ό
την
ποντιφικ
ή
το
ποντιφικ
ό
κλητική
ποντιφικ
έ
ποντιφικ
ή
ποντιφικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ποντιφικ
οί
οι
ποντιφικ
ές
τα
ποντιφικ
ά
γενική
των
ποντιφικ
ών
των
ποντιφικ
ών
των
ποντιφικ
ών
αιτιατική
τους
ποντιφικ
ούς
τις
ποντιφικ
ές
τα
ποντιφικ
ά
κλητική
ποντιφικ
οί
ποντιφικ
ές
ποντιφικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ποντιφικός
<
ποντίφικας
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ποντιφικός, -η, -ο
που έχει
σχέση
με τον
ποντίφικα
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ποντιφικός