συμφιλιωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμφιλιωτής < συμφιλιώνω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμφιλιωτής αρσενικό (θηλυκό συμφιλιώτρια)
- αυτός που συμφιλιώνει
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμφιλιωτής
|
Πηγές
επεξεργασία- συμφιλιωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συμφιλιωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συμφιλιωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)