↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμφιλιωτής οι συμφιλιωτές
      γενική του συμφιλιωτή των συμφιλιωτών
    αιτιατική τον συμφιλιωτή τους συμφιλιωτές
     κλητική συμφιλιωτή συμφιλιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφιλιωτής < συμφιλιώνω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφιλιωτής αρσενικό (θηλυκό συμφιλιώτρια)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία