↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμφιλιώτρια οι συμφιλιώτριες
      γενική της συμφιλιώτριας των συμφιλιωτριών
    αιτιατική τη συμφιλιώτρια τις συμφιλιώτριες
     κλητική συμφιλιώτρια συμφιλιώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμφιλιώτρια < συμφιλιωτής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμφιλιώτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • συμφιλιώτρια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)