διασπαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διασπαστής < διάσπαση + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική disruptionist)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διασπαστής αρσενικό (θηλυκό: διασπάστρια)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διασπαστής