Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεφύρωση οι γεφυρώσεις
      γενική της γεφύρωσης* των γεφυρώσεων
    αιτιατική τη γεφύρωση τις γεφυρώσεις
     κλητική γεφύρωση γεφυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεφυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεφύρωση < γεφυρώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεφύρωση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία