γεφυρώσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαγεφυρώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεφυρώνω
- θα γεφυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεφυρώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαγεφυρώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεφύρωση