Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

γεφυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεφυρώνω
  2. θα γεφυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεφυρώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

γεφυρώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεφύρωση