γερανογέφυρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γερανογέφυρα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Kranbrücke
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγερανογέφυρα θηλυκό
- σύνθετο ανυψωτικό μηχάνημα για τη μετακίνηση φορτίων σε έναν χώρο σχήματος ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου· στις δύο απέναντι πλευρές (πχ τοίχους) αυτού του χώρου είναι στερεωμένες ψηλά ράγες πάνω στις οποίες μπορούν να κινηθούν μία ή δύο δοκοί· από τις δοκούς κρέμεται ένας γερανός που μπορεί να μετακινηθεί κατά μήκος αυτών· έτσι το σύστημα μπορεί να κινηθεί οριζοντίως και καθέτως στο σύνολο του χώρου για να μετακινήσει φορτία μέσα σε αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία γερανογέφυρα