άμβλυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άμβλυνση | οι | αμβλύνσεις |
γενική | της | άμβλυνσης* | των | αμβλύνσεων |
αιτιατική | την | άμβλυνση | τις | αμβλύνσεις |
κλητική | άμβλυνση | αμβλύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμβλύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
άμβλυνση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος αμβλύνω
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άμβλυνση
|