Δείτε επίσης: αμβλύνω

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀμβλύνω   ἀμβλύνομαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  ἀμβλυνῶ   ἀμβλυνοῦμαι και ἀμβλυνθήσομαι (παθ) 
Αόριστος  ἤμβλυνα   ἠμβλύνθην 
Παρακείμενος  ἤμβλυμμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμβλύνω < ἀμβλύς + -νω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμβλύνω

  1. κόβω αιχμηρά άκρα
  2. κάνω αμβλεία μια γωνία, ανοίγω, πλαταίνω
    καὶ ἀμβλύνει τὸν ῥοῦν (ο ποταμός)
  3. αμβλύνω, κάνω κάτι λιγότερο οξύ, ηπιότερο, λιγότερο έντονο, μειώνω, αποδυναμώνω
    • ἀμβλύνας τό ἄλγος/ τον θυμόν / τας ξυμφοράς / τον ἄκρατον (το κρασί) / οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ ὁρᾶν / ὀδόντας / νοῦσον (ασθένεια)
  4. ἀμβλύνομαι και συνηθέστερα ἀπαμβλύνομαι: γίνομαι μαλθακός, αδύναμος

Συγγενικά επεξεργασία