Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμβλυώττω < ἀμβλύς + -ώττω

ἀμβλυώττω και ἀμβλυώσσω

  1. είμαι ἀμβλυωπός, έχω ασθενή, αδύναμη όραση, είμαι μύωπας
  2. δεν βλέπω καλά για κάποιον λόγο
    ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς : με τυφλώνουν τα φώτα
    τό τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον