πεδίλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πεδίλωση | οι | πεδιλώσεις |
γενική | της | πεδίλωσης* | των | πεδιλώσεων |
αιτιατική | την | πεδίλωση | τις | πεδιλώσεις |
κλητική | πεδίλωση | πεδιλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πεδιλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεδίλωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πεδιλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεδίλωση
|