Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεδιλώνω < πέδιλο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

πεδιλώνω (παθητική φωνή: πεδιλώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία