Ετυμολογία

επεξεργασία
πεδιλώνω < πέδιλο + -ώνω

πεδιλώνω (παθητική φωνή: πεδιλώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία