Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροχοπεδιλοδρομώ < τροχοπέδιλ(ο) + -ο- + -δρομώ

  Ρήμα επεξεργασία

τροχοπεδιλοδρομώ, αόρ.: τροχοπεδιλοδρόμησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία