Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ζευγάρι συμμετέχει σε αγώνες πατινάζ

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατινάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική patinage[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατινάζ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία