πατινάζ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατινάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική patinage[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατινάζ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής γλιστράει πάνω στον πάγο φορώντας παγοπέδιλα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πατινάζ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατινάζ
→ δείτε τη λέξη παγοδρομία |
- ↑ πατινάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας