↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγοδρομία οι παγοδρομίες
      γενική της παγοδρομίας των παγοδρομιών
    αιτιατική την παγοδρομία τις παγοδρομίες
     κλητική παγοδρομία παγοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Παγοδρομία σε παραλία της Αυστραλίας.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παγοδρομία < πάγ(ος) + -ο- + -δρομία, (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εislauf

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɣo.ðɾoˈmi.a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παγοδρομία θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία