sketado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sketado | sketadoj |
αιτιατική | sketadon | sketadojn |
sketado (eo)
- το πατινάζ
- arta sketado - καλλιτεχνικό πατινάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sketado | sketadoj |
αιτιατική | sketadon | sketadojn |
sketado (eo)