Δείτε επίσης: πεδιλοποιείο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεδιλοποιία οι πεδιλοποιίες
      γενική της πεδιλοποιίας των πεδιλοποιιών
    αιτιατική την πεδιλοποιία τις πεδιλοποιίες
     κλητική πεδιλοποιία πεδιλοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεδιλοποιία < πέδιλ(ο) + -ο- + -ποιία, (μαρτυρείται από το 1855)[1]
ΔΦΑ : /pe.ði.lo.piˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεδιλοποιία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεδιλοποιία θηλυκό

  1. (σπάνιο) βιοτεχνία που κατασκευάζει πέδιλα
  2. (σπάνιο) η τέχνη του να κατασκευάζεις πέδιλα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)