Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaʁ.bɔ.nik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
carbonique carboniques

carbonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό