luge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- luge < (άμεσο δάνειο) γαλλική διάλεκτος της Ελβετίας < απώτερης κελτικής προέλευσης ς και πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς αρχής, μέσω της υστερολατινική ς. [1][2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: λουτζ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
luge | luges |
luge
- (αθλητισμός) το λουτζ
Συγγενικά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | luge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | luges |
αόριστος | luged |
παθητική μετοχή | luged |
ενεργητική μετοχή | luging, lugeing |
luge
- (αθλητισμός) οδηγώ ένα λουτζ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ luge - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- ↑ luge στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- luge - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022