Ετυμολογία

επεξεργασία
luge < (άμεσο δάνειο) γαλλική διάλεκτος της Ελβετίας < απώτερης κελτικής προέλευσης ς και πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς αρχής, μέσω της υστερολατινική ς. [1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: λουτζ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /luː(d)ʒ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
luge luges

luge

Συγγενικά

επεξεργασία
ενεστώτας luge
γ΄ ενικό ενεστώτα luges
αόριστος luged
παθητική μετοχή luged
ενεργητική μετοχή luging, lugeing

luge

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. luge - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  2. luge στο αγγλικό Βικιλεξικό