sled
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sled | sleds |
sled (en)
- το έλκηθρο
- ⮡ The sled was gliding across the snow.
- Το έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι.
- ⮡ The sled was gliding across the snow.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sled |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sleds |
αόριστος | sledded |
παθητική μετοχή | sledded |
ενεργητική μετοχή | sledding |
sled (en)
- ταξιδεύω με έλκηθρο
- ⮡ He sledded down the mountain.
- Κατέβηκε το βουνό με έλκηθρο.
- ⮡ He sledded down the mountain.