↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έλκηθρο τα έλκηθρα
      γενική του ελκήθρου
έλκηθρου
των ελκήθρων
    αιτιατική το έλκηθρο τα έλκηθρα
     κλητική έλκηθρο έλκηθρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έλκηθρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἕλκηθρον (δοκός ή σανίδα του άροτρου) < ἕλκω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική traineau)[1]
 
έλκηθρο που σύρεται από σκυλιά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈel.ci.θɾo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έλκηθρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία