έλκηθρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έλκηθρο | τα | έλκηθρα |
γενική | του | ελκήθρου & έλκηθρου |
των | ελκήθρων |
αιτιατική | το | έλκηθρο | τα | έλκηθρα |
κλητική | έλκηθρο | έλκηθρα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έλκηθρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἕλκηθρον (δοκός ή σανίδα του άροτρου) < ἕλκω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική traineau)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈel.ci.θɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέλκηθρο ουδέτερο
- όχημα φτιαγμένο έτσι ώστε να γλιστράει στο χιόνι ή στον πάγο, χάρη στους ολισθητήρες που διαθέτει
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ έλκηθρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας