ἕλκηθρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἕλκηθρον | τὰ | ἕλκηθρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἑλκήθρου | τῶν | ἑλκήθρων | ||||
δοτική | τῷ | ἑλκήθρῳ | τοῖς | ἑλκήθροις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἕλκηθρον | τὰ | ἕλκηθρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἕλκηθρον | ἕλκηθρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑλκήθρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἑλκήθροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἕλκηθρον (ελληνιστική κοινή) < ἑλκέω + -θρον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: έλκηθρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἕλκηθρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- τμήμα του άροτρου
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 5.7.6, @scaife.perseus
- πηδὸς δὲ εἰς ἄξονάς τε ταῖς ἀμάξαις καὶ εἰς ἕλκηθρα τοῖς ἀρότροις.
- ≈ συνώνυμα: ἔλυμα
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 5.7.6, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- ἕλκηθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.