ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἕλκηθρον τὰ ἕλκηθρ
      γενική τοῦ ἑλκήθρου τῶν ἑλκήθρων
      δοτική τῷ ἑλκήθρ τοῖς ἑλκήθροις
    αιτιατική τὸ ἕλκηθρον τὰ ἕλκηθρ
     κλητική ! ἕλκηθρον ἕλκηθρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑλκήθρω
γεν-δοτ τοῖν  ἑλκήθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἕλκηθρον (ελληνιστική κοινή) < ἑλκέω + -θρον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: έλκηθρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἕλκηθρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)