ολισθητήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολισθητήρας < ολισθητήρ < ολισθαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολισθητήρας αρσενικό
- τμήμα ενός συνόλου, που συμβάλλει στην ολίσθηση
- εξάρτημα μηχανής που κινείται ολισθαίνοντας σε μια επιφάνεια
- (στρατιωτικός όρος) τμήμα πυροβόλου όπλου