bonhomme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bonhomme | bonhommes |
bonhomme (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) καλός άντρας
- (παρωχημένο) εύπιστος, απλοϊκός άντρας
- (οικείο) (δείχνει έλλειψη σεβασμού) κύριος, άντρας
- χαϊδευτικός όρος για ένα αγοράκι
- (οικείο) απλουστευμένο σκίτσο ενός ανθρώπου
- bonhomme de neige - χιονάνθρωπος
Εκφράσεις
επεξεργασία- nom d'un petit bonhomme ! - οικεία βλαστήμια
- poursuivre son bonhomme de chemin - κάνω τη δουλειά μου σιγά σιγά, χωρίς βιασύνη, αλλά σταθερά