καλοσυνάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
καλοσυνάτος , -η , -ο
- γεμάτος καλοσύνη, ευγενικός και ευχάριστος προς τους άλλους