Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλοσυνάτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καλοσυνάτ
ος
η
καλοσυνάτ
η
το
καλοσυνάτ
ο
γενική
του
καλοσυνάτ
ου
της
καλοσυνάτ
ης
του
καλοσυνάτ
ου
αιτιατική
τον
καλοσυνάτ
ο
την
καλοσυνάτ
η
το
καλοσυνάτ
ο
κλητική
καλοσυνάτ
ε
καλοσυνάτ
η
καλοσυνάτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καλοσυνάτ
οι
οι
καλοσυνάτ
ες
τα
καλοσυνάτ
α
γενική
των
καλοσυνάτ
ων
των
καλοσυνάτ
ων
των
καλοσυνάτ
ων
αιτιατική
τους
καλοσυνάτ
ους
τις
καλοσυνάτ
ες
τα
καλοσυνάτ
α
κλητική
καλοσυνάτ
οι
καλοσυνάτ
ες
καλοσυνάτ
α
Κατηγορία
όπως «
ξένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλοσυνάτος
<
καλοσύνη
+
-άτος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ka.lo.siˈna.tos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
ka.lo.siˈna.ti
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
ka.lo.siˈna.to
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
καλοσυνάτος , -η , -ο
γεμάτος
καλοσύνη
,
ευγενικός
και ευχάριστος προς τους άλλους
Συνώνυμα
επεξεργασία
πράος
ήπιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλοσυνάτος
αγγλικά
:
charitable
(en)
γαλλικά
:
aimable
(fr)