charitable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | charitable |
συγκριτικός | more charitable |
υπερθετικός | most charitable |
Ετυμολογία
επεξεργασία- charitable < παλαιά γαλλική charitable
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcharitable (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
charitable | charitables |
Ετυμολογία
επεξεργασία- charitable < παλαιά γαλλική charitable
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʃa.ʁi.tabl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαcharitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό