παραθετικά
θετικός charitable
συγκριτικός more charitable
υπερθετικός most charitable

  Ετυμολογία

επεξεργασία
charitable < παλαιά γαλλική charitable

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

charitable (en)

  1. αγαθοεργός
  2. πονόψυχος



      ενικός         πληθυντικός  
charitable charitables

  Ετυμολογία

επεξεργασία
charitable < παλαιά γαλλική charitable

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʃa.ʁi.tabl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

charitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό