charitable
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
charitable (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
charitable | charitables |
charitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
charitable (en)
ενικός | πληθυντικός |
charitable | charitables |
charitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό