πονόψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πονόψυχος < ελληνιστική κοινή πονοψυχία[1] + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πόνος + ψυχή
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /poˈno.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐νό‐ψυ‐χος
Επίθετο επεξεργασία
πονόψυχος, -η, -ο
- που συμπονεί τους άλλους, που τους ευσπλαχνίζεται
Συγγενικά επεξεργασία
- απονοψυχιά
- απονόψυχος
- πονόψυχα
- πονοψυχιά
- → δείτε τις λέξεις πόνος και ψυχή
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πονόψυχος
Πηγές επεξεργασία
- πονόψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πονόψυχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πονόψυχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- ↑ πονοψυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.