Ετυμολογία

επεξεργασία
aimable < λατινική amabilis

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aimable aimables

aimable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία