Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιολισθητικός η αντιολισθητική το αντιολισθητικό
      γενική του αντιολισθητικού της αντιολισθητικής του αντιολισθητικού
    αιτιατική τον αντιολισθητικό την αντιολισθητική το αντιολισθητικό
     κλητική αντιολισθητικέ αντιολισθητική αντιολισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιολισθητικοί οι αντιολισθητικές τα αντιολισθητικά
      γενική των αντιολισθητικών των αντιολισθητικών των αντιολισθητικών
    αιτιατική τους αντιολισθητικούς τις αντιολισθητικές τα αντιολισθητικά
     κλητική αντιολισθητικοί αντιολισθητικές αντιολισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιολισθητικός < αντι- + (ελληνιστική κοινήὀλισθητικός (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική antidérapant

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.di.o.li.sθi.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

αντιολισθητικός, αντιολισθητική, αντιολισθητικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία