κοκαΐνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοκαΐνη | οι | κοκαΐνες |
γενική | της | κοκαΐνης | των | κοκαϊνών |
αιτιατική | την | κοκαΐνη | τις | κοκαΐνες |
κλητική | κοκαΐνη | κοκαΐνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοκαΐνη θηλυκό
- διεγερτικό ναρκωτικό, σε μορφή λευκής σκόνης, που παράγεται από το φυτό κόκα και καταναλώνεται εισπνέοντας το από τη μύτη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- κοκαΐνη στη Βικιπαίδεια