Δείτε επίσης: κόκκα, Κόκκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόκα οι κόκες
      γενική της κόκας
    αιτιατική την κόκα τις κόκες
     κλητική κόκα κόκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόκα < (άμεσο δάνειο) ισπανική coca < κέτσουα kuka

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόκα θηλυκό

  1. (φυτό) φυτό της Νότιας Αμερικής, από το οποίο παράγεται η κοκαΐνη
  2. (συνεκδοχικά) η κοκαΐνη
  3. (ποτό) το αναψυκτικό Coca-Cola

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόκα θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.482.