coke
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- coke < (άμεσο δάνειο) αγγλική coke
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coke | cokes |
coke (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcoke (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
coke | cokes |
coke (fr) αρσενικό
coke (fr) θηλυκό