Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπτάνθραξ < οπτός + άνθραξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπτάνθραξ αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία