κόκκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακόκκα θηλυκό
- (κυπριακά) χαρασσόμενη εγκοπή που εξυπηρετεί αρίθμηση, μέτρηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κωνσταντίνος Γ. Γιαγκουλλής, Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της κυπριακής διαλέκτου, τόμ. 2 (Λευκωσία: Βιβλιοθήκη Κύπριων Λαϊκών Ποιητών, 1989, ISBN 9963555292), σ. 31. Στο Google books· πρόσβαση: 2022-10-01.