αρίθμηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρίθμηση | οι | αριθμήσεις |
γενική | της | αρίθμησης* | των | αριθμήσεων |
αιτιατική | την | αρίθμηση | τις | αριθμήσεις |
κλητική | αρίθμηση | αριθμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριθμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρίθμηση < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρίθμηση θηλυκό
- η καταμέτρηση
- η κατάταξη με αύξοντα αριθμό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρίθμηση