Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρίθμηση οι αριθμήσεις
      γενική της αρίθμησης* των αριθμήσεων
    αιτιατική την αρίθμηση τις αριθμήσεις
     κλητική αρίθμηση αριθμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αριθμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρίθμηση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρίθμηση θηλυκό

  1. η καταμέτρηση
  2. η κατάταξη με αύξοντα αριθμό

  Μεταφράσεις επεξεργασία